- εξαποβαίνω
- ἐξαποβαίνω (Α) [αποβαίνω]αποβιβάζομαι («ἐξαπέβησαν ἑταῑροι νηός», Ομ. Οδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαπέβησαν — ἐξαποβαίνω step out of aor ind act 3rd pl ἐξαποβαίνω step out of aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποβάντας — ἐξαποβαίνω step out of aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαποβάντες — ἐξαποβαίνω step out of aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)